- ἀχθοφόρους
- ἀχθοφόροςbearing burdensmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ASINI Bellatores — seu πολεμιςταὶ indigitatut, 2. Regum c. 7. v. 7. 10. ubi in Syrorum castris, ad Samariam, non equi solum, sed et Asini, reperti leguntur. Quamvis enim ad impedimenta convehenda militi neceslarios fuisse dicas, tamen et pugnaturos iis insedisse,… … Hofmann J. Lexicon universale
SARACORI — populi qui ex asinis pugnabant. Aelian. l. 12. c. 34. Σαρακόροι δὲ οὐτε ἀχθοφόρους, οὐτε ἀλοῦντας ἔχου???ι τοὺς ὄνους, ἀλλὰ πολεμιςτὰς. καὶ ἐπ᾿ αὐτῶν γε τοὺς ενοπλίους κινδυν´ους ὑπομένου???ιν, ὡσπεροῦν οἱ Ε῞λληνεςτ ἐπὶ τῶ ἵππων. Saracori asinos… … Hofmann J. Lexicon universale
προσώμι — το / προσώμιν ΝΜ υπόστρωμα που τοποθετείται από τους εργάτες ή τους αχθοφόρους μεταξύ τού ώμου και τού φορτίου για να μην τρίβεται η ράχη, αλλ. χαμαλίκα νεοελλ. χοντρό ύφασμα που μπαίνει στον ώμο για στήριξη τής στάμνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * +… … Dictionary of Greek
σακκοφορικός — ή, όν, Α [σακ(κ)οφόρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σακκοφόρο, δηλαδή στον αχθοφόρο 2. το ουδ. ως ουσ. τo σακκοφορικόν φόρος που καταβαλλόταν από τους σακκοφόρους, τους αχθοφόρους … Dictionary of Greek